- αδέλφι
- και αδέρφι, το (Α ἀδέλφιον) [ἀδελφός]αδελφός ή αδελφήνεοελλ.1. το ένα από δύο όμοια πράγματα, που μαζί αποτελούν ζεύγος2. όμοιος, ταίρι3. αγαπητός, αχώριστος φίλος4. φύλλο που φύεται μαζί με άλλο από το ίδιο στέλεχος5. ο πλακούντας τού εμβρύου που πέφτει μετά τον τοκετό, το ύστερο6. ο ομφάλιος λώρος.
Dictionary of Greek. 2013.